κατισχυρεύομαι

κατισχυρεύομαι
κατισχυρεύομαι (Α)
εκτραχηλίζομαι, καμαρώνω για τη δύναμη μου και φέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰσχυρεύομαι (< ἰσχυρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατισχυρευομένων — κατισχυρεύομαι strengthen oneself pres part mp fem gen pl κατισχυρεύομαι strengthen oneself pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχυρευόμενος — κατισχυρεύομαι strengthen oneself pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχυρεύσατο — κατισχυρεύομαι strengthen oneself aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”